Το Alone in the Dark καταφέρνει να εξιστορήσει τα γεγονότα της θρυλικής έπαυλης και πραγματοποιεί ολική αναδόμηση στον σχεδιασμό
Πρόσφατα, παρατηρείται μια αναβίωση του ενδιαφέροντος για τα video games, με πολλές παραγωγές να επιστρέφουν στις αρχές τους, παρά τις τεχνολογικές προόδους που έχουν σημειωθεί. Αυτό φαίνεται στην τάση των remakes και remastered εκδόσεων παιχνιδιών όπως η σειρά Resident Evil και η Naughty Dog. Αυτές οι εκδόσεις στοχεύουν όχι μόνο στο κοινό που απολαμβάνει ήδη τέτοιου είδους παιχνίδια, αλλά και στις νεότερες γενιές που δεν είχαν την ευκαιρία να τα παίξουν στο παρελθόν. Αυτή η τάση οδήγησε ακόμα και στην αναβίωση παιχνιδιών όπως το Alone in the Dark του 1992, με την εταιρεία Pieces Interactive να προσπαθεί να επαναφέρει το κλασικό παιχνίδι τρόμου, δίνοντας του έναν νέο αέρα για τις σύγχρονες γενιές παικτών. Με την προσεκτική προετοιμασία της κυκλοφορίας του, φαίνεται να προσπαθεί να αποφύγει την αντιπαράθεση με άλλα μεγάλα παιχνίδια, δείχνοντας ένα ολοκληρωμένο ενδιαφέρον για το πώς θα χειριστεί αυτήν την επιστροφή στις ρίζες του είδους.

Η Emily Hartwood, μαθαίνει ότι ο θείος της Jeremy Hartwood έχει εξαφανιστεί από τον “χώρο ευημερίας για ψυχικά ασθενείς”, την έπαυλη Derceto. Σε συνεργασία με τον ντετέκτιβ Edward Carnby, ξεκινούν το ταξίδι τους προς την εν λόγω έπαυλη, διασχίζοντας τα γραφικά τοπία της Λουιζιάνα του 1920. Καθώς προχωρούν, μαθαίνουμε πληροφορίες για την πλοκή και μπορούμε να επιλέξουμε ποιον χαρακτήρα θέλουμε να μας συνοδεύει στο ταξίδι αυτό. Η επιλογή του χαρακτήρα επηρεάζει τα cutscenes και την εξέλιξη της ιστορίας, προσφέροντας μια μοναδική εμπειρία για κάθε playthrough.
Η Emily, μια σεμνή και συντηρητική φιγούρα, που έχει μεγαλώσει με τις αξίες μιας παραδοσιακής οικογένειας της εποχής της, βρίσκεται σε κατάσταση έντονης νευρικότητας και ανησυχίας μετά την ανακοίνωση της εξαφάνισης του θείου της στο Derceto, μια έπαυλη που λειτουργεί ως χώρος αναζωογόνησης για ψυχικά ασθενείς. Αντίθετα, ο Edward, ο ντετέκτιβ που υποδύεται ο David Harbour, παρουσιάζεται όπως τον γνωρίσαμε στη σειρά Stranger Things. Η Emily βιώνει την ένταση της κατάστασης από κοντά, ενώ ο Edward αναλαμβάνει μια πιο απομακρυσμένη, επαγγελματική προσέγγιση. Όπως συνέβαινε και στον αρχικό τίτλο του 1992, εδώ επίσης, η προσοχή στη λεπτομέρεια είναι καίρια. Είτε ανήκετε στους οπαδούς των σύντομων εμπειριών είτε στους λάτρεις των μακροχρόνιων περιπετειών, το παιχνίδι σας προσφέρει αυτές τις δυνατότητες. Για τους πιο αφοσιωμένους φίλους του είδους, υπάρχει ακόμα η δυνατότητα να απολαύσουν την παλιά καλή σχολή, χωρίς καμία βοήθεια ή οδηγία, προσφέροντας ένα πραγματικό challenge.

Η αργή πρόοδος του παιχνιδιού, η αναπόφευκτη κούραση που συναντάτε και η αγωνία της στιγμής που προκαλείτε από την έλλειψη πυρομαχικών προσθέτουν στην ατμόσφαιρα του παιχνιδιού και δημιουργούν μια συνεχή κατάσταση έντασης. Αν δεν φοβάστε τον φόβο και απολαμβάνετε τις ανακαλύψεις σε σκοτεινά σπίτια, τότε αυτό το παιχνίδι είναι για εσάς. Η συλλογή αντικειμένων και η ανάγνωση επιστολών δίνουν σημαντικές πληροφορίες για την ιστορία του παιχνιδιού και το παρασκήνιο των γεγονότων, ενώ οι φωνητικές αποδόσεις προσφέρουν μια ζωντανή εμπειρία αφήγησης, απαλλάσσοντας τους παίκτες από την ανάγκη ανάγνωσης και εμπλουτίζοντας έτσι την εμπειρία τους.

Από την αρχή, ο σχεδιασμός της έπαυλης φαίνεται πολύπλοκος. Το design των επιπέδων είναι πολύ προσεκτικό και σπάνια θα συναντήσετε παρόμοιες σκηνές, τόσο μέσα στην έπαυλη όσο και στα γύρω περίχωρα. Μετά από ένα σημείο, θα μάθετε τη διάταξη της έπαυλης απ’ έξω, καθώς αποτελεί την κύρια περιοχή του παιχνιδιού, χωρίς να προκαλεί σύγχυση ή να σας κάνει να χαθείτε. Ο χάρτης είναι πολύ λεπτομερής και σας καθοδηγεί με τον καλύτερο τρόπο, παρέχοντας συμβουλές για τα δωμάτια που πρέπει να εξερευνήσετε και σε ποιον όροφο θα πρέπει να κατευθυνθείτε. Αλλά το πραγματικό συν του Alone in the Dark είναι οι γρίφοι. Κάποιοι από αυτούς είναι κρίσιμοι για την εξέλιξη της ιστορίας και πέρα από την αναζήτηση αντικειμένων, προσφέρουν έναν επιπλέον κίνητρο για την εξερεύνηση. Μερικοί από αυτούς θα σας αναγκάσουν να σκεφτείτε πολύ, μερικές φορές ακόμη και να “κολλήσετε” για λίγο, ειδικά αν δεν είστε οικείοι με το είδος.
Αν και η ατμόσφαιρα του παιχνιδιού είναι έντονα επηρεασμένη από τον ψυχολογικό τρόμο των βιβλίων του Lovecraft, θα παρατηρήσετε μια μετάβαση στον τρόπο αφήγησης που εξελίσσεται σε ένα αστυνομικό θρίλερ. Οι χαρακτήρες που συναντάτε έχουν τοποθετηθεί στρατηγικά, με κάθε έναν να έχει τον δικό του ρόλο. Παρόλα αυτά, η έκφρασή τους είναι περιορισμένη και τα animations τους μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα ζωντανά, κάτι που επηρεάζει την ερμηνεία τους. Το σύστημα μάχης, με την κλασική μορφή third-person shooting, δεν καταφέρνει να εντυπωσιάσει όσο κάποιοι παλαιότεροι τίτλοι του είδους. Η ποικιλία των εχθρών είναι περιορισμένη και η AI τους δεν προσφέρει πολλές προκλήσεις. Επιπλέον, η απόδοση του τίτλου παρουσιάζει ορισμένα προβλήματα, όπως frame drops και glitches, που μπορεί να επηρεάσουν την εμπειρία.

Η jazz αισθητική του soundtrack, σε ορισμένα σημεία συνδυασμένη με την fixed camera, θα σας φέρουν στο μυαλό σκηνές από αγαπημένες ταινίες, όπως το “Lost Highway” του David Lynch. Ο συνθέτης Árni Bergur Zoëga κάνει εξαιρετική δουλειά στη μουσική επένδυση, αποδίδοντας την παράνοια που επικρατεί στο σενάριο με στιβαρές δόσεις από τη μουσική σκηνή της doom jazz της δεκαετίας του ’90. Οι έντονες και ζωηρές αποχρώσεις στο εικαστικό κομμάτι δίνουν μια φρεσκάδα και ξεχωριστότητα στο παιχνίδι, “ξεφεύγοντας” από τις κλασικές και σκοτεινές παλέτες που συνηθίζουμε στα horror games. Όσοι εστιάζουν στο τεχνικό κομμάτι θα εκτιμήσουν την προσπάθεια της Pieces Interactive, αν και δεν πρέπει να περιμένουν επαναστατικές εξελίξεις. Παρόλα αυτά, η Unreal Engine 4 κρατιέται σε καλά επίπεδα και προσφέρει μια ευχάριστη εμπειρία.
Κλείνοντας, το Alone in the Dark δεν έδειξε ποτέ επιθυμία να συγκριθεί με παρόμοια franchises επειδή (λογικά) ξέρει ποια είναι η θέση του. Αναμφίβολα οι fans του πρωτότυπου παιχνιδιού θα νιώσουν νοσταλγία αλλά αν κοιτάξουνε κατάματα τα άλματα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια σε επίπεδο development, θα χαρούν. Η Pieces Interactive έχει αυτογνωσία, θέτει εξαρχής τα όρια της και η αλήθεια είναι πως δεν απογοητεύει. Με σεβασμό στο πρωτότυπο υλικό καταφέρνει να εξιστορήσει τα γεγονότα της θρυλικής έπαυλης, πραγματοποιεί ολική αναδόμηση στον σχεδιασμό αλλά και στους μηχανισμούς του gameplay με στόχο να θέσει στερεές βάσεις για την αναβίωση του franchise.