Το “Come and See” είναι μια σοβιετική πολεμική δραματική ταινία σε σκηνοθεσία του Έλεμ Κλίμοφ.
Λευκορωσία 1943, οι Γερμανοί ναζί καταστρέφουν ολοσχερώς 618 χωριά καίγοντας ζωντανούς τους κατοίκους τους, κυρίως γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σκοτώθηκαν 2.2 εκατομμύρια Λευκορώσοι. Το “Come and See” είναι ένα συγκλονιστικό έπος για τις φρικαλεότητες των ναζί και αποτελεί μια βίαιη καταδίκη του πολέμου. Απέσπασε το Βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ Μόσχας το 1985.
Ο πρωταγωνιστής, ο έφηβος Φλόρια, εντάσσεται στον στρατό, με το όνειρο ότι πρόκειται να γίνει ήρωας. Ωστόσο, οι προσδοκίες του καταρρέουν γρήγορα υπό το βάρος των πραγματικών φρικαλεοτήτων του πολέμου.
Ένα ταξίδι στην κόλαση
Ο Κλίμοφ, γεννημένος το 1933 στο Στάλινγκραντ της Ρωσίας, βίωσε ως παιδί τις θηριωδίες του πολέμου:
Το Στάλινγκραντ βρισκόταν κοντά στις όχθες του ποταμού Βόλγα. Ήταν μια μεγάλη πόλη και πέρα από αυτή υπήρχαν οι στέπες και οι λόφοι. (…) Είχαν βομβαρδίσει ένα διυλιστήριο πετρελαίου και όλο είχε χυθεί στον ποταμό και το νερό είχε πάρει φωτιά. Και συνέχιζαν να βομβαρδίζουν και, σε αυτό το σημείο, το νερό είχε αρχίσει να βράζει εξαιτίας όλων αυτών. Οι μητέρες μάς κάλυψαν με τα σώματά τους. Έβαλαν πάνω μας κουβέρτες, μαξιλάρια και τους εαυτούς τους και από πάνω μας όλο αυτό. (…) Ήταν ένας μακρύς δρόμος μέχρι τα Ουράλια. Ο πατέρας μου έμεινε πίσω στο Stalingrad για να το υπερασπιστεί μαζί τους υπόλοιπους. Όπως είναι φυσικό το κουβαλώ μέσα μου, έχω τις αναμνήσεις εκείνης της κόλασης. Γιατί ήταν ένα ταξίδι στην κόλαση. Και ζει μέσα μου για πάντα (Κλίμοφ 2010).
Παρακολουθώντας το “Come and See”, νιώθεις πως αναπόφευκτα χάνεις τα λογικά σου και βυθίζεσαι σε ένα τέλμα, παρασυρμένος από τη ραγδαία τρέλα των χαρακτήρων, τη μαζική υστερία και το μούδιασμα. Και πως δεν θα είσαι ποτέ ξανά ο ίδιος (κάτι που μπορεί να ισχύει). Ναι, πρόκειται για άλλη μια πολεμική ταινία, αλλά εδώ δεν υπάρχει ούτε ίχνος ηρωισμού — η προσοχή είναι στραμμένη σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Μαζί με τον πρωταγωνιστή, τον έφηβο Φλόρια, που ανυπομονεί να πάει στο μέτωπο γιατί “όλοι πηγαίνουν, μαμά”, βαδίζουμε κι εμείς προς τα εκεί. Και πέρα από αυτό, μας περιμένει μόνο η κόλαση επί γης, αποτυπωμένη κινηματογραφικά με έναν ρεαλισμό που δεν αντέχεται εύκολα.
Ο τίτλος της ταινίας μιλάει από μόνος του και μας καλεί να πάμε και να δούμε αυτό που δεν είναι απλώς τρομακτικό να αντικρίσεις, αλλά σχεδόν αδύνατο.
- Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Λευκορωσία είχε τις περισσότερες απώλειες συγκριτικά με τον πληθυσμό της· τουλάχιστον 2,5 εκατομμύρια άτομα σκοτώθηκαν, δηλαδή το ένα τρίτο του πληθυσμού.
- Περίπου 200 πόλεις και πάνω από 9.000 χωριά καταστράφηκαν ολοσχερώς.
- Το Χατίν έγινε σύμβολο αυτής της τεράστιας καταστροφής.
Σε συνέντευξη του με τον Ron Holloway, ο Κλίμοφ αναφέρει για την ιστορική και αντιπολεμική αξία της ταινίας:
Η ταινία «Come and See» είναι και αντιφασιστική και αντιπολεμική ταινία. Και ένας ακόμα λόγος που έκανα αυτήν την ταινία είναι για να μιλήσω για το ανθρώπινο είδος. Τι είναι ανθρώπινο είδος; Ποια είναι τα όρια ενός ανθρώπινου όντος; Ποια είναι αυτά τα άκρα στα οποία ένας άνθρωπος μπορεί να φτάσει; Όπως έγραφε ο Dostoyevsky: «Το ανθρώπινο ον είναι ένα κτήνος μέσα σου με το οποίο έρχεσαι αντιμέτωπος, πρόσωπο με πρόσωπο, και αυτό έρχεται αντιμέτωπο, πρόσωπο με πρόσωπο, με εσένα.» Ένας άνθρωπος, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, μπορεί να ανακαλύψει μέσα του απεχθή πράγματα. Πώς αυτός, ως ανθρώπινο ον, μπορεί να πέσει τόσο χαμηλά; Αυτό ήθελα να δείξω στην ταινία. Και αυτό προσπαθήσαμε να προβάλλουμε στην ταινία· έναν άνθρωπο στα όρια του. Και μερικές φορές πέρα από τα όρια του. Και αυτό είναι το έργο – αυτές ακριβώς οι ερωτήσεις – που είναι το πιο σημαντικό στον κόσμο της τέχνης (Holloway, 2008, 7-8).
Come and See – Πληροφορίες
Σοβιετική Ένωση, 1985, Εγχρωμο
Παραγωγή: Μπέρο Μπέγιερ, Ζακ Μπιντού, Μαριάν Ντουμουλίν
Σκηνοθεσία: Ελεμ Κλίμοφ
Σενάριο: Αλες Αντάμοβιτς, Ελεμ Κλίμοφ
Φωτογραφία: Αλεξέι Ροντιόνοφ
Μοντάζ: Βαλέριγια Μπέλοβα
Μουσική: Ολεγκ Γιαντσένκο
Πρωταγωνιστούν: Αλεξέι Κραμτσέφκο, Ολγκα Μιρόνοβα, Λιουμπομίρας Λαουσιαβίσιους, Βλάντας Μπαγκντόνας, Γιούρι Λουμίστε
Διάρκεια: 142 λεπτά