Λίγο πριν την ολοκλήρωση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Κάρολιν παλεύει να επιβιώσει σε μια Δανία που μοιάζει με έναν ζοφερό γοτθικό εφιάλτη, έναν τόπο εξαιρετικά αφιλόξενο για μια γυναίκα που έχει πάψει να περιμένει την επιστροφή του συζύγου της από το μέτωπο.
Δίχως οικονομικούς πόρους για να καλύψει το ενοίκιο του μικρού της δωματίου, βρίσκει προσωρινή παρηγοριά στην αγκαλιά του εργοδότη της, μόνο για να καταλήξει και πάλι άστεγη, άνεργη και έγκυος. Μέσα σε αυτό το χάος, δίνει τη δική της μάχη, έναν προσωπικό πόλεμο τόσο ανελέητο όσο εκείνος που διαλύει τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής.
Η συνάντησή της με μια γυναίκα που τη βοηθά να βρει ανάδοχη οικογένεια για το παιδί της αποδεικνύεται καθοριστική. Στο πλευρό της δυναμικής Ντάγκμαρ, η Κάρολιν βρίσκει όχι μόνο στήριγμα, αλλά και μια νέα οικογένεια, μια μητρική φιγούρα, μια φίλη και πάνω απ’ όλα την αλληλεγγύη που της δίνει τη δύναμη να πάρει τη ζωή στα χέρια της. Από τα συντρίμμια ενός κόσμου που αλλάζει, αναγεννιέται ως μια γυναίκα ανεξάρτητη, έτοιμη να καθορίσει η ίδια το μέλλον της.
«Ο κόσμος είναι ένα τρομακτικό μέρος, αλλά πρέπει να πιστεύουμε ότι δεν είναι», λέει η Ντάγκμαρ στην Κάρολιν, μια φράση που περικλείει τόσο την ωμή αλήθεια όσο και την ειρωνεία μιας πραγματικής ιστορίας που πέρασε στη σφαίρα του μύθου στη Δανία της δεκαετίας του ’20. Η ταινία που την αφηγείται λειτουργεί ταυτόχρονα ως σχόλιο για τη θέση της γυναίκας σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από την πατριαρχία, την ταξική ανισότητα και την εκμετάλλευση, αλλά και ως στοχασμός πάνω στο τίμημα της αυτοδιάθεσης.
Ο Δανός σκηνοθέτης Μάγκνους φον Χορν συνεχίζει να εξερευνά την έννοια της γυναικείας αυτοδιάθεσης μέσα σε ένα ασφυκτικό κοινωνικό περιβάλλον, αυτή τη φορά επιλέγοντας ένα αυστηρό ασπρόμαυρο αισθητικό πλαίσιο που τον απομακρύνει από την πολύχρωμη οπτική του προηγούμενου του έργου, «Ιδρώτας». Ξεκινώντας από το δράμα και φτάνοντας στα όρια του θρίλερ, ο σκηνοθέτης αποφεύγει να ακολουθήσει πιστά τα κλασικά αφηγηματικά μοτίβα, διατηρώντας μια αδιάσπαστη οπτική μέσα από τα μάτια της πρωταγωνίστριάς του, η οποία βιώνει έναν εφιάλτη δίχως τέλος, ανεξάρτητα από τις προσπάθειές της να ξεφύγει.
Η ταινία χαρακτηρίζεται από μια αποπνικτική ατμόσφαιρα, ενισχυμένη από την εξπρεσιονιστική φωτογραφία του Μικάλ Ντίμεκ, την επιβλητική μπαρόκ μουσική της Puce Mary και σκηνές που ωθούν στα άκρα την ανοχή του θεατή απέναντι στη μιζέρια, τη βία και την εκμετάλλευση.
Ωστόσο, η ίδια η υπερβολική έμφαση σε αυτήν τη σκοτεινή αισθητική λειτουργεί ως δίκοπο μαχαίρι: από τη μία, εντείνει την υποβλητικότητα της ταινίας, από την άλλη, καταλήγει να την υπονομεύει, καθώς η ανάγκη να σοκάρει επισκιάζει την ουσία της αφήγησης. Ο φον Χορν πέφτει στην παγίδα του υπερβολικού στιλιζαρίσματος, καθιστώντας το έργο του υπερβολικά βαρύ, ωστόσο η ταινία παραμένει ένα ανατριχιαστικό δράμα που είναι στα must των κυκλοφοριών αυτής της περιόδου.
To Κορίτσι με τη Βελόνα κυκλοφορεί στις 27 Φεβρουαρίου από τη Weirdwave