Originals
History Special | Ιστορίες από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο: Η Θεσσαλονίκη (part 1)

Το Ολοκαύτωμα ήταν ένα γεγονός που αποτέλεσε τομή για τη δυτική ιστορία και τον δυτικό τρόπο σκέψης. Καθώς αποφάσισα με αφορμή την πτυχιακή εργασία που έγραψα πριν μερικά χρόνια να φωτίσω μία πλευρά του και συγκεκριμένα την καταστροφή του εβραϊκού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, ο κύριος ερευνητικός μου σκοπός, είναι να αντιληφθώ τι το ιδιαίτερο μπορούμε να ερμηνεύσουμε από το παράδειγμα αυτής της πόλης.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνάς μου για το θέμα της εργασίας, το κύριο ερώτημα ήταν, αν είναι εφικτό να επουλωθούν οι πληγές του Ολοκαυτώματος. Στο παρόν στάδιο, προς αποφυγήν γενικεύσεων και αυθαίρετων συμπερασμάτων στα οποία μπορεί να υπέκυπτα, εστίασα στο ζήτημα της Θεσσαλονίκης, προκειμένου να πραγματοποιήσω λεπτομερέστερη και όσο το δυνατόν πιο ενδοσκοπική έρευνα. Έτσι, τα ενδιαφέροντα ερωτήματα του «πώς σκιαγραφείται το αύριο μιας μαρτυρικής πόλης» και το «πώς βιώνουν οι ελάχιστοι επιζώντες το γεγονός ότι επιστρέφουν σε μία ξένη και αφιλόξενη πατρίδα» ήταν αυτά στα οποία εστίασα και θα ξεδιπλώσω όχι μόνο σε αυτό το αφιέρωμα αλλά και σε επόμενο.

Ο μακρύς 20ος αιώνας του εβραϊκού πληθυσμού

Από την πυρκαγιά έως την κατοχή

 

Ο 20ος αιώνας έμελλε να είναι ο πιο σκληρός και αυτός που σημάδεψε οριστικά την εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης. Το συντριπτικό χτύπημα έρχεται τον Αύγουστο του 1917 όταν η πυρκαγιά που ξεσπά στην πόλη, αφήνει περισσότερους από 72.000 άστεγους, ανάμεσά τους 52.000 Εβραίους. Έτσι, αυτές οι οικογένειες μεταφέρονται μαζικά σε φτωχικές συνοικίες, όπου στεγάζονται ανά χιλιάδες σε κάθε μια από αυτές.

Χωρίς να έχει επιλυθεί το στεγαστικό και οικονομικό πρόβλημα της ξεκληρισμένης κοινότητας, το 1922, έτος ιδιαίτερα σημαντικό για το ελληνικό κράτος, πραγματοποιείται η ανταλλαγή με τον μουσουλμανικό πληθυσμό και 100.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες καταφθάνουν στην Θεσσαλονίκη. Για την πόλη, το βάρος ήταν δυσβάσταχτο καθώς δεν ήταν εφικτό να διαχειριστεί τον αριθμό τόσων άστεγων Εβραίων, πόσο μάλλον 100.000 προσφύγων. Για μια ολόκληρη δεκαετία η Θεσσαλονίκη ήταν βυθισμένη στη φτώχεια και παράλληλα με αυτές τις συνθήκες άρχισε να διαδίδεται ένα έντονα αντισημιτικό αίσθημα.

Καθώς οι κρατικές αρχές δεν ήταν ικανές να περιθάλψουν Εβραίους και πρόσφυγες, οι τελευταίοι στράφηκαν εναντίων της ισραηλιτικής κοινότητας, καθώς τους θεώρησαν υπεύθυνους για όσα δεν τους προσφέρονταν. Σε ενίσχυση αυτού του αντισημιτικού αισθήματος, είχε ξεκινήσει η διάδοση τύπου με εθνικιστικό περιεχόμενο. Παράλληλα, γινόταν ολοένα και εντονότερη η δράση της ομάδας ΕΕΕ (Εθνική Ένωση «Ελλάς»), με μικρής κλίμακας επιθέσεις στις εβραϊκές συνοικίες. Το μεγάλο ξέσπασμα αυτού του αντισημιτικού κλίματος έγινε τον Ιούνιο του 1936, με πογκρόμ στον εβραϊκό συνοικισμό Κάμπελ, υποκινούμενο από την ΕΕΕ. Περίπου 2.000 άτομα από τις προσφυγικές συνοικίες πραγματοποίησαν επιθέσεις με μαχαίρια, προκάλεσαν εμπρησμούς που άφησαν άστεγες εκατό οικογένειες. Στην δίκη η οποία πραγματοποιήθηκε για αυτό το συμβάν, το δικαστήριο άφησε ατιμώρητο το αδίκημα.

Την επόμενη τετραετία ξεσπά ο πόλεμος που θα κατασπάραζε ολοκληρωτικά την Ευρώπη. Τον Απρίλιο του 1941 οι γερμανικές δυνάμεις κατέφθασαν στη Θεσσαλονίκη την οποία και κράτησαν υπό τον έλεγχό τους. Από τον Ιούνιο του 1941, υποκινούμενοι των γερμανικών δυνάμεων, λεηλάτησαν συναγωγές και τις απογύμνωσαν από πολύτιμα αντικείμενα. Βιβλία, χειρόγραφα και αρχεία καταστράφηκαν. Ο στόχος ήταν η εξάλειψη της εβραϊκής παρουσίας και στην υλική του διάσταση, είχε πετύχει σε μεγάλο βαθμό.

Με την άφιξη των Γερμανών, το πρώτο αντισημιτικό μέτρο εφαρμόστηκε στην Πλατεία Ελευθερίας, στις 11 Ιουλίου του 1942, όταν οι κατοχικές δυνάμεις υπέβαλαν σε εξαντλητικές σωματικές ασκήσεις 8.500 Εβραίους άνδρες 18-45 ετών. Σκοπός ήταν να εξακριβωθεί αν είναι ικανοί για εργασία και αυτό αποδείχθηκε τον επόμενο μήνα, όταν 3.500 άνδρες στάλθηκαν σε καταναγκαστικά έργα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Όταν επέστρεψαν, η σωματική τους καταπόνηση και η εκμετάλλευση που υπέστησαν, προκάλεσε οργή στην κοινότητα. Έτσι, μετά από πιέσεις της ισραηλιτικής κοινότητας, υπογράφηκε πρωτόκολλο, το οποίο έδινε τη δυνατότητα εξαγοράς της καταναγκαστικής εργασίας.

Επομένως γίνεται αντιληπτό, πως οι φυλετικοί νόμοι είχαν αρχίσει να εφαρμόζονται σταδιακά ο ένας μετά τον άλλο, στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Ένα ακόμη σημαντικό μέτρο ήταν η μετακίνηση του εβραϊκού πληθυσμού σε γκέτο, η οποία έγινε τον Φεβρουάριο του 1943. Γκέτο έγιναν οι συνοικίες: 151, 6, Βαρώνου Χιρς και Ρέζι Βαρδάρ. Η επιλογή των δύο τελευταίων δεν ήταν τυχαία, καθώς βρίσκονταν κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό από όπου θα πραγματοποιούνταν και οι εκτοπίσεις.

Οι εκτοπίσεις ξεκινούν από τον Μάρτιο του 1943 και έως τον Αύγουστο, η Θεσσαλονίκη έχασε περίπου 47.00 Εβραίους κατοίκους, οι οποίοι πλέον βρίσκονταν σε τρένα με προορισμό το στρατόπεδο Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Αυτό ήταν το κύριο στρατόπεδο στο οποίο μεταφέρονταν, με εξαίρεση μονάχα έναν συρμό, στον οποίο επέβαιναν οι καταγεγραμμένοι ως Ισπανοί υπήκοοι, οι οποίοι οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλζεν.

Έκτοτε μιλάμε για μια διαφορετική πόλη, δίχως το εβραϊκό στοιχείο που τη χαρακτήριζε για αιώνες. Σε κανένα από αυτά τα βήματα των κατοχικών δυνάμεων, δεν εμφανίστηκε κάποιο μεγάλο εμπόδιο ή κάποια μορφή αντίστασης από τους υπόλοιπους πολίτες. Φυσικά εξαιρέσεις υπάρχουν πάντα και την δεδομένη στιγμή, την εξαίρεση αποτέλεσαν ορισμένοι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι οι οποίοι κατάφεραν να φυγαδεύσουν Εβραίους σε εμπορικά βαγόνια που πήγαιναν νότια. Βέβαια, μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τη μηδαμινή προστασία της ισραηλιτικής κοινότητας, φέρει ο αρχιραβίνος εκείνης της περιόδου, Κορέτς, ο οποίος είχε καταφέρει να πείσει πολλά άτομα της κοινότητας πως η μετάβασή τους θα γινόταν σε μια πόλη κοντά στη Κρακοβία, όπου δεν θα κινδύνευαν. Επομένως, κατάφερε να συμμορφώσει την κοινότητα στις γερμανικές διαταγές. Ίσως και ο ίδιος ο Κορέτς, να μη γνώριζε τι επρόκειτο να τους συμβεί, καθώς ευρύτερα, δεν είχε διαρρεύσει το σχέδιο και η πρακτική της «Τελικής Λύσης» πουθενά στην Ευρώπη.

Η ζωή μετά την απελευθέρωση

Το τέλος της πικρής εμπειρίας της Κατοχής για την Ελλάδα, έρχεται τον Οκτώβριο του 1944. Λίγο αργότερα, το 1945 σημειώνεται η λήξη αυτού του ολοκληρωτικού πολέμου και το ευρωπαϊκό σκηνικό είναι πρωτόγνωρο. Ανάμεσα στους 40.000.000 νεκρούς, εκ των οποίων τα 5.000.000 – 6.000.000 ήταν Εβραίοι, υπήρχε και ο συνταρακτικός αριθμός των 11.000.000 Μετατοπισμένων. Δηλαδή, ανθρώπων οι οποίοι για τα επόμενα χρόνια θα πάλευαν να βρουν τον δρόμο τις επιστροφής, αναζητώντας τις χαμένες οικογένειές τους και πολύ συχνά φτάνοντας σε αφιλόξενες πατρίδες. Άρα, αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η επιστροφή και η ανασυγκρότηση της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Μία κατακρεουργημένη Ευρώπη, με ακραίες πληθυσμιακές μεταβολές, η οποία επρόκειτο να έρθει αντιμέτωπη με τον Ψυχρό Πόλεμο, πριν καταφέρει να επουλώσει τις πληγές της.

Ήδη από τον Αύγουστο του 1943 η Θεσσαλονίκη ήταν μια διαφορετική πόλη, άδεια από τον εβραϊκό πληθυσμό της, ο οποίος αποτελούσε σημαντικό κομμάτι της για αιώνες. Κατά τη διάρκεια αυτής της απουσίας, ως διαχειριστής των εβραϊκών περιουσιών, είχε διοριστεί η Υπηρεσία Διαχείρισης Ισραηλίτικων Περιουσιών (Υ.Δ.Ι.Π.). Ήταν μια διοικητική αρχή η οποία συγκροτήθηκε καθ’ υπόδειξη των γερμανικών αρχών και πολλές φορές λειτουργούσε υπηρετώντας το κέρδος όσων αδιαφορούσαν για την τύχη των Εβραίων συμπολιτών τους. Το κύριο μέλημά της ήταν να διορίσει τους μεσεγγυούχους για κάθε εβραϊκό περιουσιακό στοιχείο. Μέλη της ήταν επιφανή μέλη της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης, όπως τραπεζίτες και δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι είχαν συνεργαστεί με τις κατοχικές δυνάμεις ώστε να λάβουν αυτή τη θέση. Έτσι, η Υ.Δ.Ι.Π ήταν μια αρχή η οποία εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των επικεφαλής των γερμανικών δυνάμεων της Μακεδονίας καθώς και των οικογενειών των μελών της.

Μόλις άδειασε η πόλη, λοιπόν, πολλοί έκαναν έφοδο σε όλες τις εβραϊκές συνοικίες, είτε στις φτωχότερες είτε στις πλουσιότερες, αρπάζοντας όχι μόνο αντικείμενα αξίας αλλά ακόμη και οικοδομικά υλικά. Ανάμεσα σε άλλα, προέκυψε τότε το ζήτημα, του πώς θα λυθεί το πρόβλημα πολλών χρεών που θα έμεναν ανεξόφλητα αλλά ακόμη και ζητήματα δημόσιας υγιεινής, καθώς πολλά ευπαθή προϊόντα θα σάπιζαν. Έτσι το εποπτικό συμβούλιο της Υ.Δ.Ι.Π, προώθησε τη λύση της δημοπρασίας όλων αυτών των εμπορευμάτων, όμως δεν ρυθμίστηκε κάποιου είδους πρόβλεψη για αποζημίωση των καταστηματαρχών. Παράλληλα ξεκίνησε και η διαδικασία της απόδοσης των εβραϊκών περιουσιών σε μεσεγγυούχους, την οποία θα γίνει εκτενέστερη αναφορά στην επόμενη ενότητα.

Μόλις αποχώρησαν οι κατοχικές δυνάμεις, έγινε η πρώτη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης (Ι.Κ.Θ), δηλαδή του συμβουλίου των πολιτών. Ο αρχικός στόχος που έθεσε το συμβούλιο ήταν η οργάνωση των μητρώων των Εβραίων επιζώντων και οι υπηρεσίες περίθαλψης. Εκείνη την χρονική στιγμή το συμβούλιο απαρτιζόταν από τους ελάχιστους Εβραίους που είχαν βρει καταφύγιο σε κάποιο μικρό χωριό της Μακεδονίας και επέστρεψαν. Η συνεδρίαση πραγματοποιήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου του 1944 και έθεσε το βασικό ζήτημα, της απόδοσης των εβραϊκών καταστημάτων στους ιδιοκτήτες τους.

Η Γενική Διοίκηση της Μακεδονίας δεν είχε εκδηλώσει αρνητική στάση σε αυτό το αίτημα, όμως τροχοπέδη αποτέλεσαν οι μεσεγγυούχοι που είχαν λάβει καταστήματα απευθείας από τις γερμανικές αρχές, όσοι πλήρωσαν πράκτορες και δωσίλογους προκειμένου να τα λάβουν αλλά και οι πρόσφυγες στους οποίους αυτά παραχωρήθηκαν από την Υ.Δ.Ι.Π και δεν ήταν διατεθειμένοι να χάσουν την μοναδική οικία τους.

Όταν σημαίνεται η λήξη του πολέμου, όσοι επέζησαν από τα στρατόπεδα εξόντωσης της Πολωνίας, αργούν να επιστρέψουν. Οι πρώτοι φθάνουν στην πόλη τους την άνοιξη του 1945 και αντικρίζουν μία πόλη λεηλατημένη. Η Θεσσαλονίκη άλλωστε, ήταν μια πόλη που δέχθηκε αρκετούς βομβαρδισμούς από ιταλικές δυνάμεις το 1940 και το τοπίο ήταν ρημαγμένο. Κύριο μέλημα όσων επέστρεφαν ήταν να βρουν το σπίτι που άφησαν πίσω τους. Οι περισσότεροι, όχι μόνο βρίσκουν απογυμνωμένα τα σπίτια τους αλλά κατειλημμένα. Ωστόσο, αυτό αφορούσε όσους είχαν κάποια κατοικία πριν τον πόλεμο. Σε αυτή τη κατάσταση βέβαια, πρέπει να συμπεριληφθούν και όσοι ζούσαν στους φτωχούς συνοικισμούς που κτίστηκαν μετά την πυρκαγιά (Συνοικισμός 151, Βαρώνου Χιρς και Ρεζή Βαρδάρ), οι οποίοι είχαν γκρεμιστεί ισοπεδωτικά. Άρα, πολλοί δεν είχαν κανένα σπίτι να διεκδικήσουν. Αυτό ήταν το τραγικό αποτέλεσμα της περιόδου πλήρους ανομίας που επικράτησε με την απουσία των Εβραίων κατοίκων.

Στην Ελλάδα διασώθηκαν και επέστρεψαν 10.000 Έλληνες Εβραίοι, εκ των οποίων περίπου 4.100 μετανάστευσαν (2.500 στο Ισραήλ και 1.600 στην Αμερική). Στη Θεσσαλονίκη οι επιζώντες ήταν λιγότεροι από 2.000. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που είχαν βρει καταφύγιο σε χωριά και ξέφυγαν από τις εκτοπίσεις στα στρατόπεδα της Πολωνίας. Το βαρύ έργο της ανασυγκρότησης της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης και της Ελλάδας γενικότερα, το ανέλαβαν στο μεγαλύτερο μέρος, διεθνείς οργανισμοί. Νομικό-γραφειοκρατικά κωλύματα και φυσικά, η δυσμενής οικονομική κατάσταση της Ελλάδας ήταν το εμπόδιο στην προσφορά υλικής και οικονομικής βοήθειας. Ωστόσο, σημαντική παράμετρος, ήταν και το γεγονός ότι η εβραϊκή κοινότητα ήταν κάτι που θεωρείτο «ξένο» στην ορθόδοξη ελληνική κοινωνία. Επομένως, επικρατούσε και αδιαφορία για τα προβλήματα της κοινότητας.

Η αδιαφορία και η ανικανότητα των κρατικών αρχών να περιθάλψουν τους επιζώντες ήταν φανερή. Δεν γίνεται να παραληφθεί το γεγονός ότι η σωματική καταπόνηση και εξασθένηση στα στρατόπεδα ήταν μεγάλη και επιπλέον, ο δρόμος της επιστροφής ο οποίος κρατούσε και μήνες πολλές φορές, είχε τις δικές του δυσκολίες. Γι’ αυτό η Ι.Κ.Θ, με τις πρώτες επιστροφές των μελών της, απευθύνθηκε σε διεθνείς οργανισμούς. Έτσι θα διαμορφωνόταν και το μέλλον για την ισραηλιτική κοινότητα κατά τα χρόνια της ανασυγκρότησης, με την συμβολή των United Nations Relief and Rehabilitation Administration (UNRRA) και American Jewish Joint Distribution Committee (JOINT). Για το άμεσο μέλλον, η πηγή των χρημάτων για τα έργα υποδομής, η ιατρική περίθαλψη και το φαγητό θα ήταν ως επί το πλείστον έργο αυτών των δύο οργανισμών.

Η UNRRA ή αλλιώς ο Οργανισμός Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως των Ηνωμένων Εθνών, ήταν διεθνής οργανισμός περίθαλψης για τα θύματα πολέμου, στον οποίο τον κύριο διοικητικό ρόλο είχαν οι Η.Π.Α. Ενώ, η JOINT είχε σαφή εβραϊκό προσανατολισμό και στόχος της ήταν η παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στον εβραϊκό λαό.

Στο τέλος του 1946 παρατηρείται μερική ικανοποίηση των αιτημάτων στέγασης, καθώς η Κοινότητα προσέφερε στα άστεγα μέλη της, μερικά κτίρια όπως τη Συναγωγή Μοναστηριωτών στην οδό Συγγρού, το πρώην Ορφανοτροφείο Αλλατίνη στην οδό Παρασκευοπούλου, το Ψυχιατρείο και άλλες Συναγωγές. Οι συνθήκες ωστόσο, δεν ήταν κατάλληλες καθώς το περιβάλλον δεν πληρούσε τις στοιχειώδεις προδιαγραφές δημόσιας υγιεινής, γεγονός που ευνοούσε ιδιαίτερα την μετάδοση της φυματίωσης.
Το 1946 έχουμε πλέον, με την απογραφή που πραγματοποιείται, την καθαρή εικόνα του εβραϊκού πληθυσμού μεταπολεμικά. Η απογραφή ήταν υποχρεωτική για κάθε μέλος της κοινότητας εάν αυτό ήθελε να λάβει κάποιο από τα επιδόματα, την υλική βοήθεια ή τη στέγαση.

Όπως τα παραθέτει η Ρίκα Μπενβενίστε, τα δεδομένα για την Θεσσαλονίκη είναι τα εξής: 1.908 εγγεγραμμένοι (1.229 άνδρες και 679 γυναίκες) εκ των οποίων οι 875 ήταν επιζώντες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο συγκλονιστικά μεγάλος αριθμός των εκτοπισμένων διαφέρει ανά ιστορική πηγή, η Μαρία Καβάλα σύμφωνα με τα αρχεία των ελληνικών σιδηροδρόμων τον ορίζει ως 46.091 ενώ ο ιστορικός Χάγκεν Φλάϊσερ μιλά για 58.885. Το βέβαιο είναι ότι η Θεσσαλονίκη, με τη λήξη του πολέμου, αριθμεί απώλειες της τάξεως του 90-96 % τουλάχιστον, στον εβραϊκό της πληθυσμό. Το ποσοστό είναι τεράστιο, σε σύγκριση με το αυτό του Βελγίου που ήταν 37% και της Γαλλίας που ήταν 30%.

Η Αθήνα μέτρησε μηδαμινές απώλειες σε σχέση με την Θεσσαλονίκη και αυτό, λόγω της διαμόρφωσης των ζωνών Κατοχής, οπού με βάση αυτές η Αθήνα ήταν υπό ιταλική διοίκηση. Εφόσον οι ιταλικές κατοχικές δυνάμεις δεν επέδειξαν το ίδιο μένος ενάντια στον εβραϊκό πληθυσμό, ήταν ευκολότερο το να βρεθεί καταφύγιο. Παράλληλα, οι Εβραίοι της πρωτεύουσας οι οποίοι ήταν 3.500, ήταν σε μεγαλύτερο βαθμό αφομοιωμένοι και προστατεύθηκαν από άλλους Αθηναίους. Βέβαια, το πόσο καθοριστική ήταν η συμβολή των τοπικών αρχών στην διάσωση της εβραϊκής κοινότητας, το αντιλαμβανόμαστε στην περίπτωση της Ζακύνθου. Εκεί, χάρη στην αλληλεγγύη που επέδειξαν ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος και ο Δήμαρχος Λουκάς Καρρέρ, δεν παραδόθηκαν οι κατάλογοι με τα ονόματα των Εβραίων κατοίκων και έτσι, βρήκαν καταφύγιο οι 275 κάτοικοι του νησιού και σώθηκαν. Η Ζάκυνθος είναι το μοναδικό παράδειγμα ελληνικής πόλης που δεν μέτρησε απώλειες στον εβραϊκό της πληθυσμό. Άλλες πόλεις όπως η Φλώρινα, το Διδυμότειχο και η Βέροια έχασαν σε απόλυτο βαθμό, τις ισραηλιτικές κοινότητές τους.

Με την επίπονη επιστροφή και επανένταξη των μελών της εβραϊκής κοινότητας στην Θεσσαλονίκη, έπονται στο άμεσο μέλλον, χρόνια που το τραύμα του Ολοκαυτώματος δύσκολα θα επουλωθεί. Η πόλη στην οποία γυρνούν, είναι μια διαφορετική πόλη η οποία πλέον δεν φαίνεται να είναι το σπίτι τους. Το νέο κράτος του Ισραήλ είναι ένα ελπιδοφόρο σημάδι, ωστόσο ακόμη και εκεί, όσοι παίρνουν τον δρόμο της μετανάστευσης, ζουν δύσκολα τα πρώτα χρόνια. Το μέγεθος και η σημασία της οικονομικής και κοινωνικής εκμετάλλευσης των ισραηλιτικών περιουσιών είναι βαρύτατα και για τα επόμενα μεταπολεμικά χρόνια, η ισραηλιτική κοινότητα θα παλέψει για να κερδίσει όσα έχασε κατά τη διάρκεια της Κατοχής.

 Ο δρόμος για τη δικαιοσύνη. Διεκδικήσεις και αντιδράσεις

Όπως επισημάνθηκε και στην προηγούμενη ενότητα, το μέγεθος της εκμετάλλευσης των εβραϊκών περιουσιών είναι ανυπολόγιστο. Μετά την επιστροφή, για τους επιζώντες της Θεσσαλονίκης κύριο αίτημα ήταν η προσφυγή στη δικαιοσύνη, με βάση την οποία θα προσπαθούσαν να ικανοποιήσουν δύο βασικές διεκδικήσεις. Αφενός, την επιστροφή της περιουσίας τους από τους νόμιμους ή μη, μεσσεγγυούχους, αφετέρου, την τιμωρία των δοσίλογων, οι οποίοι ήταν είτε μέλη της κοινότητας, είτε άλλα πρόσωπα που βρίσκονταν σε διοικητικές θέσεις και δεν δίστασαν να δράσουν εναντίων των Εβραίων συμπολιτών τους. Επομένως πρέπει να επισημανθεί πως η εκμετάλλευση των εβραϊκών περιουσιών δεν προήλθε αποκλειστικά από το γερμανικό μέτωπο. Βέβαια, ο γερμανικός παράγοντας ήταν ο πιο επιζήμιος και καθοριστικός, καθώς είχε διαμορφώσει τον ρόλο της ΥΔΙΠ ως παθητικό και με σαφή αντισημιτικό προσανατολισμό.

Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι από τους 300 μεσεγγυούχους που είχαν οριστεί, οι 256 είχαν επιλεχθεί από τις γερμανικές αρχές. Επομένως, η οργή όσων επέστρεψαν ήταν μεγάλη, όταν κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όχι μόνον δεν μπορούσαν να πάρουν πίσω τα σπίτια τους αλλά ούτε κατάφεραν να αποσπάσουν το ελάχιστο ενδιαφέρον από τις ελληνικές αρχές, για να τους παραχωρηθεί η στοιχειώδης περίθαλψη.

Αυτή η οργή είναι φυσικό, να εντείνεται όταν με το πέρασμα του χρόνου, με την σε μεγαλύτερο βαθμό ολοκληρωμένη ιστορική καταγραφή που ακολούθησε και με τη δύναμη των μαρτυριών οι οποίες συλλέχθηκαν, γίνεται αντιληπτό το μέγεθος της κατάχρησης των περιουσιών. Τα κέρδη για όσους εκμεταλλεύτηκαν τις εβραϊκές περιουσίες ανήλθαν σε πολλά εκατομμύρια δραχμές της εποχής. Στη δίκη της Νυρεμβέργης, ο Dieter Wisliceny, μέλος των Ες-Ες, συνεργάτης του Eichmann και υπεύθυνος για τη Στρατιωτική Διοίκηση της Θεσσαλονίκης, αναφέρει πως το συνολικό ποσό από τα μετρητά που εκλάπησαν από τους έλληνες εβραίους, ανήλθαν στις 280.000.000 δραχμές. Από αυτό το ποσό ήταν πολλοί οι κερδισμένοι, όπως ο Max Merten, συνεργάτης του Wisliceny, ο οποίος πωλώντας το φαρμακείο του Ισαάκ Κούνιο κέρδισε 40.000.000 δραχμές και παράλληλα, αποκόμισε τα έσοδα 40 καταστημάτων. Σύμφωνα με το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο, ο Merten είχε κερδίσει από τις κατοχικές δραστηριότητές του, εκμεταλλευόμενος τις εβραϊκές περιουσίες, περισσότερο από 1.500.000 χρυσές λίρες.

Η υπόθεση των ισραηλιτικών περιουσιών ήταν στα χέρια των Dieter Wisliceny και Max Merten. Οι ίδιοι, μόλις άρχισαν οι μετακινήσεις του πληθυσμού στα γκέτο αλλά κυρίως μετά τον εκτοπισμό, όρισαν αρμόδιο όργανο για τη διαχείριση των περιουσιών την Υ.Δ.Ι.Π. Εκείνοι διατύπωσαν και τη διαδικασία η οποία επρόκειτο να ακολουθήσει. Σύμφωνα με αυτή, στις περιπτώσεις των καταστημάτων, ο μεσεγγυούχος θα ερχόταν σε επαφή με τον ιδιοκτήτη και από κοινού θα συνέτασσαν κατάσταση στην οποία αναλυτικά θα καταγράφονταν τα εμπορεύματα. Στις μικρές επιχειρήσεις θα γινόταν άμεση εκκαθάριση των εμπορευμάτων και τα μετρητά θα δίνονταν στου μεσεγγυούχους. Βέβαια, αν και φαινόταν ως μια διοικητική υπηρεσία η οποία τηρούσε όλες τις νομικές διαδικασίες, στην πραγματικότητα, λειτουργούσε υπό τα συμφέροντα των γερμανικών δυνάμεων και των προδοτών. Οι δωσίλογοι εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο τις περιουσίες πωλώντας ολόκληρους οικισμούς.

Ένα τρανταχτό παράδειγμα, είναι ο συνεργάτης των Γερμανών, Περικλής Νικολαΐδης, απέκτησε τέσσερα καφενεία για να εγκαταστήσει χαρτοπαικτικές λέσχες και ολόκληρο τον συνοικισμό Βαρόνου Χιρς, τον οποίο κατεδάφισε και πούλησε τα οικοδομικά υλικά. Ένας άλλος, ο Λάσκαρης Παπαναούμ είχε αποκτήσει το μεγαλύτερο βυρσοδεψείο των Βαλκανίων, όπως και έναν μεγάλο αριθμό καταστημάτων.
Είναι αναγκαίο να επισημανθεί πως δεν ήταν απλά η παράμετρος της έννοιας της ατομικής ιδιοκτησίας η οποία κατακρεουργήθηκε. Αλλά, όταν ένα άτομο αποκλείεται από την οικία του και χάνει κάθε έννοια προστασίας και δικαιώματος, είναι αυτόματα αποκλεισμένο και κοινωνικά ανεπιθύμητο. Επομένως, ήταν ποικίλοι οι παράγοντες οι οποίοι υποβίβαζαν τους ισραηλίτες της Θεσσαλονίκης σε πολίτες τελευταίας κατηγορίας κατά την περίοδο που εξετάζουμε.

Ένας από τους αγώνες που προσπαθούσαν να κερδίσουν όσοι έχασαν κάθε ιδιόκτητο αγαθό τους, ήταν αυτός κατά τον οποίο έπρεπε να αποδείξουν πως κάποια από τα περιουσιακά τους στοιχεία βρίσκονταν στη Γερμανία. Αυτό, προφανώς και ήταν πολύ δύσκολο καθώς δεν υπήρχαν αρχεία που να πιστοποιούν κάτι ανάλογο. Όταν έγινε η σύλληψη του Max Merten, ενός από τους κύριους υπεύθυνους της τύχης των ισραηλιτών της Θεσσαλονίκης και των περιουσιών τους, εμφανίστηκαν ελπίδες για την απόδοση δικαιοσύνης που απαιτούσαν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης. Όμως, από την απολογία του δεν κατάφεραν να αποκομίσουν κάποιο στοιχείο που θα τους βοηθούσε να αποδείξουν το πού μεταφέρθηκαν τα υπάρχοντά τους και το ποια ήταν η χρηματική τους αξία. Έτσι, προσπαθώντας να συλλέξουν άλλες πληροφορίες για αντικείμενα που στάλθηκαν δεν κατάφεραν να βρουν κάποια απόδειξη, πέραν από μαρτυρίες σιδηροδρομικών υπαλλήλων.

Εκείνοι κατέθεσαν ότι είδαν εβραϊκά έπιπλα και εμπορεύματα να φορτώνονται σε βαγόνια, στον σιδηροδρομικό σταθμό Θεσσαλονίκης με προορισμό τη Γερμανία, ωστόσο, η μαρτυρία τους δεν ήταν αρκετή ώστε να συμβάλλει ουσιαστικά.
Ειδικά η κοινότητα της Θεσσαλονίκης ήταν αυτή που είχε προδοθεί από όλες τις πλευρές. Η Ελλάδα, ήταν ίσως η μοναδική χώρα στην οποία τα ίδια τα μέλη της ισραηλιτικής κοινότητας κατηγόρησαν τα εβραϊκά συμβούλια και όσους κατείχαν εξουσία, για εγκλήματα και προδοσία. Επομένως, αυτό το θέμα απασχολούσε την κοινότητα και γι’ αυτό, ήδη από τον Σεπτέμβρη του 1945, σχηματίστηκε ειδική επιτροπή η οποία θα εξακρίβωνε τους ένοχους για την προδοσία. Προτεραιότητα ήταν η τιμωρία του ευρέως γνωστού, Βιτάλ Χασόν. Δύο μήνες αργότερα, τον συνέλαβαν και του απέδωσαν τις κατηγορίες για τον μεγάλο θησαυρό που είχε συγκεντρώσει από τις εβραϊκές ιδιοκτησίες, τις οποίες είχε κερδίσει μέσω απάτης και βίας.

Η επιθυμία των επιζώντων της Θεσσαλονίκης για δικαιοσύνη ήταν πελώρια και αποτυπώθηκε σε πρωτοσέλιδο στο Ισραηλιτικόν Βήμα, όπου υπήρχε η απαίτηση να κρεμαστεί στο στρατόπεδο Χιρς. Ο λόγος που ζητούσαν την εκτέλεσή του στο συγκεκριμένο στρατόπεδο, ήταν καθώς εκείνος ήταν ο επικεφαλής. Κατέχοντας την απόλυτη εξουσία, δεν δίστασε να υπογράψει την θανατική καταδίκη για πολλούς ομόθρησκους του.

Δίκη έγινε όχι μόνο για τον Χασόν, ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο αλλά και για άλλους προδότες, όπως τους: Τυπούζ, Κούνιο και Αλμπάλα. Το να αποτυπωθεί δημόσια τι συνέβη στην ισραηλιτική κοινότητα, ήταν αρκετά σημαντικό, καθώς ήταν ένα παράδειγμα απονομής δικαιοσύνης. Η καταδίκη των δοσίλογων επέφερε ηθική ικανοποίηση ωστόσο, δεν ήταν αρκετή για να επουλώσει τις βαθύτερες πληγές. Βέβαια, ήταν ιδιαίτερα πολύτιμη καθώς στην στρατηγική εύρεσης και εξόντωσης των εβραϊκών κοινοτήτων σε ολόκληρη την Ευρώπη, κύριο ρόλο είχαν οι προδότες από τις τοπικές αρχές, οι οποίοι μετέφεραν τις πληροφορίες για το πλήθος των κοινοτήτων αυτών. Χωρίς την συμβολή των τοπικών φιλογερμανικών αρχών, οι νεκροί του Ολοκαυτώματος δεν θα ήταν τόσοι.

Ακολούθησαν και άλλες δίκες, που αφορούσαν όσους δεν παρέδιδαν στους νόμιμους εβραίους ιδιοκτήτες, τις περιουσίες τους. Όμως αυτές ήταν ελάχιστες, αν υπολογίσουμε τον αριθμό όσων δεν επέστρεψαν ποτέ αλλά και όσων παραιτήθηκαν καθώς έρχονταν αντιμέτωποι με πολλά γραφειοκρατικά κωλύματα, που τους καλούσαν να αποδείξουν τα αυτονόητα. Μονάχα 300 από τις 2.300 επιχειρήσεις και 300 από τις 11.000 οικίες, επέστρεψαν στα χέρια των ιδιοκτητών τους.

Είναι γεγονός ότι πολλοί Θεσσαλονικείς, ακόμη και μετά από όσα είχαν αρχίσει να διαδίδονται για τις συνθήκες της εξόντωσης, παρέμειναν πιστοί στις αντισημιτικές αντιλήψεις τους. Όσοι μεσεγγυούχοι ήθελαν να διατηρήσουν τις περιουσίες που έλαβαν επί Κατοχής, δεν δίστασαν να διαβάλουν όσους επέστρεψαν, με τοιχοκολλημένες αφίσες και άρθρα σε εφημερίδες. Πολλοί από αυτούς που δεν ήθελαν να παραδώσουν τις «νέες» περιουσίες τους, εκμεταλλεύτηκαν την πενιχρή κατάσταση των Εβραίων και τους αποζημίωσαν με ποσά της τάξεως των 20-30 λιρών. Στο ίδιο πλαίσιο των αντισημιτικών αντιλήψεων, είναι γεγονός πως υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι, ειδικότερα στον στρατό, συνέδεαν Εβραίους και κομμουνιστές και φοβούνταν μια εβραϊκή εκδίκηση. Ειδικά οι στρατιωτικές αρχές της Μακεδονίας απαιτούσαν από το υπουργείο Εξωτερικών να ληφθούν άμεσα μέτρα, ώστε «να παταχθώσι αυστηρώς αι διάφοροι αντεθνικαί ενέργειαι και τάσεις ως και η ιταμή συμπεριφορά των Εβραίων της Θεσσαλονίκης», οι οποίοι «εμφορούνται άπαντες σχεδόν υπό αναρχικών και ανθελληνικών φρονημάτων».

Ως παράμετρος, πρέπει να υπολογισθεί και το αίσθημα που επικρατεί σε ένα κράτος το οποίο μετά από πολεμικές αναμετρήσεις τέτοιου βεληνεκούς αλλά και εμφύλιας σύρραξης, προσπαθεί να αποδώσει ευθύνες σε προδότες και σε εχθρούς. Αυτές οι ευθύνες συχνά αποδίδονται σε αποδιοπομπαίους τράγους της υπόθεσης αυτής, οι οποίοι ανήκουν σε κοινωνικές ομάδες που είναι «ξένες» για τη μάζα και ανεπιθύμητες για την εποχή. Για τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια εχθροί χαρακτηρίστηκαν οι κομμουνιστές και οι Εβραίοι. Αυτό μπορεί να υποστηριχθεί, καθώς όπως παραθέτει η Γ. Ετμεκτσόγλου, στο Το Ολοκαύτωμα στα Βαλκάνια σύμφωνα με επιστολές από το Ιστορικό αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, πολλοί υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του ελληνικού στρατού είχαν στοχοποιήσει τις ισραηλητικές κοινότητες ως ανθελληνικές.

 

Πηγές:

Edgar, Morin, Ο νεωτερικός κόσμος και το εβραϊκό ζήτημα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2007

Jacques, H, Θανασέκος, Γ., Μπενβενίστε Ρ. κ.ά, Εβραϊκή ιστορία και μνήμη: Οι καταχρήσεις της μνήμης, Αθήνα, Πόλις, 1998

Králová, Kateřina, Στη σκιά της Κατοχής: οι ελληνογερμανικές σχέσεις την περίοδο 1940-2010, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2013

Mazower, Mark (επιμ.), Μετά τον πόλεμο: η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960, Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2003

Mazower, Mark, Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων : Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι και Εβραίοι 1430-1950, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2006

Naar, Devin E, Jewish Salonica. Between the Ottoman Empire and Modern Greece, Standford University Press, Stanford, California, 2016

Pierron, Bernard, Εβραίοι και χριστιανοί στη νεότερη Ελλάδα: η  ιστορία των διακοινοτικών σχέσεων από το 1821 ως το 1945, Αθήνα, Πόλις, 2004

Αμπατζοπούλου, Φραγκίσκη, Ο άλλος εν διωγμώ : η εικόνα του Eβραίου στη λογοτεχνία : ζητήματα ιστορίας και μυθοπλασίας, Αθήνα ,Θεμέλιο, 1998

Αμπατζοπούλου, Φραγκίσκη, Το ολοκαύτωμα στις μαρτυρίες των Ελλήνων Εβραίων, Θεσσαλονίκη,  Παρατηρητής, 1993

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Μαρία Καβάλα. «Η ανασυγκρότηση της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης μεταπολεμικά. Συγκρίσεις με την Ευρώπη. Δυσκολίες και προσπάθειες ανασυγκρότησης». Έκδοση: 1.0. Θεσσαλονίκη 2014

Βασάρ, Οντέτ Βαρών, Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης. Κείμενα για τη γενοκτονία των Εβραίων, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2013

Βασάρ, Οντέτ Βαρών,            Η ανάδυση μιας δύσκολής μνήμης : κείμενα για τη γενοκτονία των Εβραίων,  Αθήνα,  Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2013

Βερέμης, Θάνος, Κωνσταντοπούλου, Φωτεινή (επιμ.), Οι Έλληνες Εβραίοι. Στοιχεία της ιστορίας τους μέσα από διπλωματικά και ιστορικά έγγραφα του Υπουργείου Εξωτερικών, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2000

Γαβριέλλα Ετμεκτσόγλου, «Το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων», Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. 1940 – 1945 Κατοχή – Αντίσταση (επιμ. Χρήστος Χατζηιωσήφ, Προκόπης Παπαστράτης), τ. γ1, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2007

Γεωργιάδου, Β., Ρήγος, Α. (επιμ.), Άουσβιτς: Το γεγονός και η μνήμη του. Ιστορικές, κοινωνικές, ψυχαναλυτικές και πολιτικές όψεις της γενοκτονίας, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007

Δορδανάς, Στράτος, Το Ολοκαύτωμα στα Βαλκάνια, επιμ. Γ. Αντωνίου κ.α, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2011

Δρουμπούκη, Άννα Μαρία, Ο «μακρύς» ελληνογερμανικός εικοστός αιώνας. Οι μαύρες σκιές στην ιστορία των διμερών σχέσεων, επιμ. Σ. Δορδανάς, Επίκεντρο, Αθήνα 2018

Ενεπεκίδης, Πολυχρόνης Κ, Οι διωγμοί των Εβραίων εν Ελλάδι 1941-1944 : επί τη βάσει των μυστικών αρχείων των Ες-Ες, Αθήνα,  Παπαζήσης, 1969

Ενεπεκίδης, Πολυχρόνης Κ, Το ολοκαύτωμα των εβραίων της Ελλάδος 1941-1944, Αθήνα, Εστία, 1996

Ετμεκτσόγλου, Γαβριέλλα,  «Ένα χρέος που δεν αποπληρώνεται: επανορθώσεις και μνήμες του Ολοκαυτώματος στον 21ο αι.», στο Το Ολοκαύτωμα στα Βαλκάνια (επιμ. Γ. Αντωνίου, Σ. Δορδανάς κ.ά.), Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2011

Καβάλα, Μαρία, Η Θεσσαλονίκη στη γερμανική κατοχή (1941-1944): Κοινωνία, οικονομία, διωγμός Εβραίων, Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο 2009

Καβάλα, Μαρία, Η καταστροφή των Εβραίων της Ελλάδας (1941-1944) : Μία ιστορία με πολλές πτυχές, Αθήνα, Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, 2015

Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος, Νέοι στη δίνη της κατοχικής Ελλάδας : ο διωγμός και το Ολοκαύτωμα των Εβραίων: 1943-1944, Αθήνα, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, 2008

Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος, Το ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων : μνημεία και μνήμες, Αθήνα,  Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, 2007

Λέων Α. Ναρ, Ξανά στη Σαλονίκη: Η μετέωρη επιστροφή των Ελλήνων Εβραίων στον γενέθλιο τόπο (1945-1946), Αθήνα, Πόλις, 2018

Μαγκλιβέρας, Κωνσταντίνος, Το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων για τις λεηλασίες κατά την ναζιστική κατοχή της Ελλάδος: Η περίπτωση του νομισματικού χρυσού των Εβραίων, Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος, 2009

Μαραντζίδης, Νίκος, Δορδανάς, Στράτος, Ζάικος, Νίκος και Αντωνίου, Γιώργος (επιμ.), Το ολοκαύτωμα στα Βαλκάνια, μτφρ. Γ. Χρηστίδης, Ν. Μαραντζίδης, Β. Καλογρηάς κ.α,  Θεσσαλονίκη,  Επίκεντρο, 2011

Μόλχο, Ρένα, Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, 1856-1919 : μια ιδιαίτερη κοινότητα, Αθήνα, Θεμέλιο, 2006

Μόλχο, Ρένα, Το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων. Μελέτες Ιστορίας και Μνήμης, Πατάκης, Αθήνα 2015

Μπενβενίστε, Ρίκα, Αυτοί που επέζησαν : Αντίσταση, Εκτόπιση, Επιστροφή. Θεσσαλονικείς Εβραίοι στη δεκαετία του 1940, Αθήνα, Πόλις, 2014

Μπενβενίστε, Ρίκα, Λούνα: Δοκίμιο ιστορικής βιογραφίας, Αθήνα, Πόλις, 2017

Νεχαμά, Γ., Ιστορία των Ισραηλιτών της Θεσσαλονίκης, τόμος 1, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000

Σαλέμ, Στέλλα, «Το παλιό εβραϊκό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης», περ. Χρονικά, τχ.181, Οκτώβριος 2002

Σταθάκης, Γεώργιος, Το δόγμα Τρούμαν και το σχέδιο Μάρσαλ : η ιστορία της αμερικανικής βοήθειας στην Ελλάδα, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2004

Χεκίμογλου, Ε., Δρουμπούκη, Α., Την επαύριον του Ολοκαυτώματος: νέες ερευνητικές προσεγγίσεις για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων στην Ελλάδα, Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 2017